αστάφνιστος

αστάφνιστος
και αστάφνιαστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ευθυγραμμιστεί με τη χρησιμοποίηση στάθμης («αστάφνιστος τοίχος»)
2. ο αζύγιστος
3. όποιος δεν σταθμίζει τα έξοδά του, ο σπάταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σταφνίζω < σταθμίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”